- νύμφη
- Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά στάδια, γιατί παρουσιάζει ίχνη πτερύγων. Στα έντομα με πλήρη μεταμόρφωση (ολομετάβολα, όπως, π.χ. στα λεπιδόπτερα και στα κολεόπτερα) διαφέρει σημαντικά και από τα προηγούμενα νεανικά στάδια (της προνύμφης) και από τα επόμενα του ακμαίου εντόμου. Η ν. λέγεται ενεργητική, όταν έχει αποφύσεις (κεραίες, πόδια, ίχνη πτερύγων) ελεύθερες, αν και εξαρτημένες από το σώμα· αντίθετα ονομάζεται κεκαλυμμένη, όταν οι αποφύσεις είναι στενά προσκολλημένες στο σώμα και κλειστές στο ίδιο περίβλημα (στις πεταλούδες η ν. λέγεται χρυσαλλίδα, γιατί σε μερικά ημερόβια είδη, όπως οι βανέσσες, φέρει χρυσαφένιες βούλες). Λέγεται τέλος συνεσφιγμένη, όταν είναι κλεισμένη στο βομβύκιο, δηλαδή στο κέλυφος (περικάλυμμα) του τελευταίου προνυμφικού σταδίου. Συχνά η ν. προστατεύεται από ένα περίβλημα που, αν είναι από μετάξι –καθαρό ή αναμειγμένο με ξένες ύλες, όπως χρώμα ή φύλλα– λέγεται βομβύκιο (κουκούλι). Άλλες φορές είναι γυμνή ή εφοδιασμένη μ’ ένα στήριγμα από μετάξι στην άκρη της κοιλιάς (π.χ. κρεμασμένες χρυσαλλίδες διάφορων Νυμφαλιδών) ή γύρω από το σώμα, όπως στις ζωνοφόρες χρυσαλλίδες των Παπιλιονιδών και Πιεριδών. Κατά τη νυμφική περίοδο, οι ιστοί και τα καθαυτό όργανα του προνυμφικού σταδίου εκφυλίζονται, εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από εκείνα του ακμαίου, που αναπτύσσονται από ειδικές ομάδες κυττάρων. Καθώς συντελείται η πρώτη πλήρης μεταμόρφωση, η επιδερμίδα της προνύμφης σχίζεται και βγαίνει η ν. Όταν τελειώσει η οργάνωση του ακμαίου ατόμου, ακολουθεί η δεύτερη μεταμόρφωση: οι καλυπτήριοι υμένες της ν. σχίζονται και βγαίνει το ακμαίο έντομο, που ελευθερώνει πρώτα το θώρακα και το κεφάλι, ύστερα τα φτερά και τα πόδια και τέλος την κοιλιά.
Η νύμφη, στα έντομα, εivaι η μορφή που προηγείται του ακμαίου εντόμου. Στη φωτογραφία φαίνονται σφήκες που βρίσκονται στο νυμφικό στάδιο.
* * *η (ΑΜ νύμφη)βλ. νύφη.
Dictionary of Greek. 2013.